- πλεονασματίζω
- πλεον-ασμᾰτίζω,A bring a surplus into account, PGiss.48.20 ([voice] Pass., iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεονασματίζω — Α [πλεόνασμα, ατος] παρουσιάζω πλεόνασμα, περίσσευμα σε κάποιο λογαριασμό … Dictionary of Greek